Ελληνικές Πολιτείες: Πειραιάς



Του Μανώλη Γιαλουράκη

Μ΄ αρέσουνε οι πολιτείες σα δεν είναι άχρωμες. Εκείνες που λένε ευθύς το "νάμαι", όχι οι άλλες που ψάχνεις να βρεις "γωνιές", σκαλίζει τη μνήμη σου να θυμηθείς κάποιους δρόμους, κάποιες γειτονιές που τις πρόσεξες. Όχι που δεν βρήκα "άλλο λιμάνι". Δεν ψάχνω για να πω "Τζένοβα", εκεί είναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου το ξέρω. Όμως ο Πειραιάς μου μιλά, μου μιλάει γιατί είναι Πειραιάς, δεν κάνει τάχατες τον Ευρωπαίο, είναι Ρωμιός Πειραιάς και τόσο του φτάνει.


Καθόμουνα στο Ρολόι και κύτταζα πλοία που φεύγανε και πλοία που μπαίνανε, τό ΄να είχε φτερωτό λιοντάρι στο φουγάρο του, τ΄ άλλο ήταν ρούσσικο, μάταια προσπάθησα να διαβάσω τ΄ όνομα, βγήκε και χάθηκε τραβώντας για την Οντέσσα. Τ΄ άλλα πηγαίνανε στο Σαρωνικό, με λίγες δραχμές είχες την ψευδαίσθηση του ταξιδιού, οι κομψές σιλουέττες τους σκίζανε τα νερά, μόλις επρόφταινες να ζαλιστείς, κ΄είχες κιόλας φτάσει. Ήτανε λερός ο Πειραιάς στο λιμάνι, στην αγορά μύριζε ψαρίλα και κρέατα και τζαρτζαβατικά, είχε και μαγέρικα ακάθαρτα που τρώγανε άνθρωποι βιαστικά, λιμασμένοι. 



Όμως ετούτη ήταν η φατσάδα μονάχα, ο Πειραιάς απλωνότανε πίσω της, πολιτεία άλλη. Στο θέατρο, το Δημοτικό, είχα μιαν άλλη του αίσθηση, κάθησα στο γωνιακό καφενείο κι έβλεπα - έβλεπα, μου φάνηκαν όλα σαν άγνωστα, οι γυναίκες σα νάτανε ράτσας άλλης. Πήρα τους δρόμους, βάδιζα στ΄ άγνωστο, κάποιες βιτρίνες ήτανε πρόκληση, τα γυναικεία εσώρουχα, υπόσχεση ευδαιμονίας, τα πολύχρωμα φώτα, πρόκληση για τ΄ αλλού, ο Πειραιάς σα να βουτήχτηκε σε πελάγη κοσμοπολίτικης παγχρωμίας, ο Πειραιάς πούπαιρνε ξαφνικά μια όψη άλλη. 

Τη νοσταλγώ, τη Στιγμή, τη νοσταλγώ. Πασσαλιμάνι με τα καφενεία τα υπαίθρια, το Τουρκολίμανο με τις βάρκες που λιάζουνται, Φρεαττύδα, προτομές του Πορφύρα και του Νιρβάνα, να κυττάζουνε με μάτια μαρμάρινα. Δεν ήθελα να σκεφτώ εκείνα τ΄ άλλα, τις φτωχογειτονίες του Πειραιά, κάτι τ΄ απάνθρωπο. Όμως είναι και τούτες ο Πειραιάς, δεν έχει άλλο. Ίσως και νάναι η ζωντανή του καρδιά, ο Πειραιάς δε φόρεσε ποτές του ρεπούμπλικα, φοράει στραβά λιγδιασμένο κασκέτο. 



Στο στρίψιμο ενός δρόμου με παραφύλαγε η αμαρτία. Η Αμαρτία μιλούσε εγγλέζικα, πρόσμενε ναύτες, έπινε ουίσκι μ΄ Αμερικάνους και γελούσε πρόστυχα. Ήταν στη σειρά τα "κέντρα" εκεί, γράφαν εγγλέζικα στις επιγραφές, στις βιτρίνες φωτογραφίες κοριτσιών που δείχναν τη γύμνια τους, ο δρόμος αντηχούσε τζατζμπαντικές κακοφωνίες, η ζούγκλα της σάρκας που πουλιέται στο ρυθμό του χορού, μισοσκότεινα "καμπαρέ", άλλα μαγαζιά με πόρτες μισόκλειστες, άλλα υπόγεια να πονηρεύεσαι περισσότερο και να θες να κατέβεις. 


Η μεγάλη φτώχεια φορούσε φουστάνια στενά, παράσταινε τη χαρούμενη, σκεφτότανε τ΄ αντρικό πορτοφόλι. Οι ναυτικοί δεν είχανε άλλη παρηγοριά, η ζωή η σκυλίσια της θάλασσας γύρευε λύτρωση, απόστασαν πια τα ρουθούνια τη καρβουνόσκονη, θέλανε τώρα να μυρίσουνε γυναικεία σάρκα. Μ΄ άρεσε έτσι, μ΄ αρέσει και τούτη η μορφή της ζωής, ένα χαστούκι στο μάγουλο της Ειμαρμένης.

Άφησα πίσω το δρόμο και βγήκα στο λιμάνι, η νύχτα ήτανε ζεστή, λουρίδες φωτεινές αυλακώνανε τη γαλήνη της θάλασσας. Η Αθήνα ήτανε μακρυά και κοντά, ένας κόσμος εδώ, κι άλλος εκεί, δυο πόλεις διαφορετικές που όλο και σμίγουν, αγάπη και μίσος τις ενώνει και τις χωρίζει, μοίρα κοινή και μοίρα διάφορη.

Ένα βαπόρι σφύριξε φεύγοντας, τραβούσε για κάποια νησιά μονάχα τους κι έρημα, "άγονος γραμμή", μοναξιά, ελπίδες για καλλίτερες μέρες. Μια μπενζίνα ξεκίνησε, ο θόρυβος της μηχανής όλο χανόταν, στο τέλος σβήστηκε ολότελα, χάθηκε κι η μπενζίνα κατά κείνα τα πλοία. Φορτηγά με γεράνια ψηλά που προσμένανε ναύλο, λαμαρίνες αρμυροποτισμένες, μόχθος για το ψωμί. 



Ο Πειραιάς απλωνότανε πέταλο. Είχε ξεχάσει πια τους προγόνους, μάταια δείχνανε στο Μουσείο τ΄ αγάλματα. Ο Πειραιάς μιλούσε για το σήμερα, η εργατειά μεθούσε σε κάποια ταβέρνα, άλλοι βιαζόντανε να γυρίσουνε σπίτια τους, κορμιά τσακισμένα. Γυναίκες περνούσανε βιαστικές, η μίσθια δουλειά δεν είχε σκοτώσει τη φιλαρέσκεια, τα μάτια τους ψάχνανε δεν είχε άλλο. Ο Πειραιάς τάβλεπε όλα τούτα καλόβολα, το μεγάλο Ρολόι μου φάνηκε γιγάντιο μάτι, ο Πειραιάς που φρόντιζε τα παιδιά του. Ήθελα να σμίξω μαζί τους, μ΄ αρέσει να αισθάνομαι λιμανιώτης. Μπορώ να κάνω ευκολώτερα όνειρα, τα όνειρα ταξιδεύουνε με τα πλοία που φεύγουν, πίνεις στη Μαρσίλλια κρασί "μπωζολαί", παίζεις γροθιές με έναν αλήτη στη Μπαρτσελώνα.

Μπήκα σε μια ταβέρνα και ζήτησα κρασί, "δε θέλω ρετσίνα" είπα, "κρασί αρετσίνωτο". Έπινα και κοιτούσα τα βαπόρια που φεύγανε με θολό μάτι. Ήπια πολύ; Ήτανε παραίσθηση; Ο Πειραιάς αργοσάλεψε. Ταξίδευε ο Πειραιάς - και γω μαζί του - μέσα στη νύχτα.   




Ο Μανώλης Γιαλουράκης (1921 - 1987) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και είχε καταγωγή από την Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1965 γράφοντας και ασχολούμενος με τη επιμέλεια λογοτεχνικών και εγκυκλοπαιδικών έργων. Το έργο του Ελληνικές Πολιτείες: Πειραιάς δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 1961 στο περιοδικό "Νέα Εστία"     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"