Νικόλαος Κασομούλης. Ο Μακεδόνας Πρώτος Φρούραρχος του Πειραιά



Του Στέφανου Μίλεση

Περπατώντας στην όμορφη και πολύ προσεγμένη πόλη της Θεσσαλονίκης, εκεί κοντά στο μέγαρο της ΧΑΝΘ, μεταξύ των οδών Τσιμισκή και Αγγελάκη, συναντάς τον ανδριάντα του οπλαρχηγού της επανάστασης Νικόλαου Κασομούλη. 



Είναι γνωστό ότι ο Μακεδόνας Νικόλαος Κασομούλης, γεννημένος πιθανότατα στη Σιάτιστα Κοζάνης (για τους σπουδαίους άνδρες πολλές πόλεις και χωριά διεκδικούν τη γέννησή τους), βρέθηκε γρήγορα στις επάλξεις της επανάστασης, προσπαθώντας να μεταδώσει τη φλόγα της, στην Μακεδονία και αργότερα στη Θεσσαλία. Το 1826 βρέθηκε στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι μαζί με τα άλλα δύο αδέλφια του Δημήτριο και Γεώργιο. Ο αδελφός του Δημήτριος έμελε να μείνει για πάντα στο Μεσολόγγι, καθώς έπεσε μαχόμενος στην αιματηρή και απελπισμένη έξοδο από την πόλη. Ο Νικόλαος Κασομούλης θα συνεχίσει πολεμώντας στο πλευρό του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ενώ θα είναι από τους πρώτους που θα πατήσουν το πόδι τους στον Τουρκοκρατούμενο Πειραιά, συμμετέχοντας στην απόβαση του Τόμας Γκόρντον στην Καστέλλα, πριν ακόμα ο στρατάρχης στήσει το στρατόπεδό του στο Κερατσίνι.


Όταν ο Καραϊσκάκης θα έπεφτε νεκρός στις 23 Απριλίου του 1827 από εχθρικό βόλι, ο Νικόλαος Κασομούλης θα έγραφε στο ημερολόγιό του «Σύννεφον σκοτεινόν έπεσεν και μας πλάκωσεν» καταδεικνύοντας έτσι όχι μόνο τη δική του θλίψη αλλά και των συντρόφων του, αφού χρησιμοποιεί πληθυντικό αριθμό στην περιγραφή του εκφράζοντας το σύνολο. Αυτές οι σημειώσεις του Κασομούλη για την ελληνική επανάσταση θα αποτελέσουν μια σημαντική πηγή πληροφοριών, καθώς θα γίνουν βιβλίο με τίτλο «Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833». Μεγάλο μέρος των άτακτων σημειώσεων του Κασομούλη από την περίοδο της πολεμικής του δράσης, θα μετατραπούν σε ύλη των ενθυμημάτων του και μάλιστα εδώ στον Πειραιά. 

Η ιστορία για το πώς βρέθηκε στον Πειραιά έχει ως εξής. Ο Κασομούλης με τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους διετέλεσε φρούραρχος της πόλης των Αθηνών για ένα διάστημα επτά μηνών.  
Στις 19 Μαΐου του 1834 όμως έλαβε διαταγή να διακόψει την υπηρεσία του στην Αθήνα με σκοπό να μετατεθεί στον Πειραιά, ο οποίος όμως επισήμως θα συσταθεί ένα χρόνο αργότερα (το 1835). Ο Κασομούλης φαίνεται ότι δυσφορεί με αυτή τη μετάθεση καθώς ίσως την κρίνει ως δυσμενή, αφού καλείται να είναι φρούραρχος σε μια περιοχή που θυμίζει χωριό, αραιοκατοικημένη με ελάχιστα σπίτια. 

Στις 12 Ιανουαρίου του 1835 λαμβάνει εκ νέου διαταγή, η οποία επαναλαμβάνει την ίδια εντολή, δηλαδή τη μετάθεση του Κασομούλη από το Φρουραρχείο Αθηνών σε αυτό του Πειραιά. Παράξενη η έκδοση αυτής της νέας διαταγής, καθώς από τα απομνημονεύματά του ο Κασομούλης φαίνεται πως έχει ήδη αναλάβει τα νέα του καθήκοντα. Κατά την εγκατάστασή του στον Πειραιά, νοίκιασε κατοικία καταβάλλοντας μίσθωμα 10 δραχμών τον μήνα. Προφανώς στη νέα του θέση καθώς διαθέτει πολύ χρόνο απραξίας, επιδίδεται στη συνέχιση της συγγραφής του έργου του που είχε διακόψει. Τα ενθυμήματά του αριθμούσαν μέχρι τότε 827 σελίδες. Στον Πειραιά πρόσθεσε άλλες 813 σελίδες και κατόπιν σταμάτησε ξανά. Θα ξαναρχίσει να συγγράφει όταν θα μετατεθεί στο Ναύπλιο το 1840. 

Ο ίδιος για την παραμονή του στον Πειραιά σε εκείνο το χρονικό διάστημα των δεκαεννέα μηνών, μας τροφοδοτεί με ορισμένες πληροφορίες. Όπως για παράδειγμα ότι τον Μάιο του 1835 στο νοικιασμένο σπίτι όπου ζούσε, φιλοξένησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Την περίοδο εκείνη ο Κασομούλης αντιμετώπιζε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα, όπως και οι περισσότεροι πρώην οπλαρχηγοί της επανάστασης. Ο μισθός που λάμβαναν οι ήρωες αυτοί, δεν ήταν ο ίδιος με εκείνον που λάμβαναν οι Βαυαροί ομοιόβαθμοί του. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί είχαν κριθεί βλέπετε ως υποδεέστεροι καθώς δεν είχαν φοιτήσει σε ανώτατες στρατιωτικές σχολές. Καταλάμβαναν συγκριτικά με τους Βαυαρούς, θέσεις χαμηλής σπουδαιότητας και λογοδοτούσαν συνήθως σε ξένους προϊσταμένους. 

Και αυτοί που βρίσκονταν σε αυτή τη μοίρα ήταν θα λέγαμε οι τυχεροί. Διότι το μεγαλύτερο μέρος των αγωνιστών βρισκόταν σε ολοκληρωτική αργία και οι δυστυχείς αυτοί άνδρες κάθονταν άπραγοι σε καφενεία και σε καπηλειά σκοτώνοντας το χρόνο τους, ενώ άλλοι αναγκάστηκαν να ξαναβγούν στα βουνά όχι όμως ως κλέφτες της επανάστασης αυτή τη φορά…

Ο ίδιος ο Κασομούλης γράφει στα ενθυμήματά του για την πειραϊκή εκείνη περίοδο της ζωής του:

 «Βεβαρυμμένος από την δυστυχία την οποία υπέφερα αφ΄ ης διαλύθηκαν τα τάγματα... υπομείνας φρούραρχος Αθηνών 7 μήνας και μήνας 19 Πειραιώς προς 125 δραχμάς, από ταις οποίαις επλήρωνα 33 δια τα φορέματα, 20 δια χρέος, 10 δια ενοίκιον, 15 δια τον υπηρέτην, σύνολο: 78. Και μη δυνάμενος να ζήσω κατά την 23η Δεκεμβρίου του 1835 αναγκασμένος αναφέρθην εις τον Φρούραρχον Λύδερ, πρώτην φορά να θέση υπόψιν της Αυτού Μεγαλειότητος την αίτησή μου περί αυξήσεως του μισθού μου ή περιθάλψεως τινός ή αποζημιώσεως και αποτυχών (να δώσει δηλαδή απάντηση ο Λύδερ στο αίτημα), ενήργησα να μεταβώ εις άλλην θέσιν».

Από το παραπάνω πληροφορούμεθα ότι τη γενέθλια ημέρα της πόλης του Πειραιά, την 23η Δεκεμβρίου του 1835 που για πρώτη φορά ο Δήμαρχος Κυριάκος Σερφιώτης και το Δημοτικό Συμβούλιο αναλαμβάνουν τα καθήκοντα της πρώτης δημοτικής αρχής, που σηματοδοτεί τη σύσταση της πόλης του Πειραιά, ο Κασομούλης υποβάλλει αίτηση για αύξηση, καθώς με το μισθό που λαμβάνει αδυνατεί να ζήσει! 

Και ο προϊστάμενός του ο Λύδερ δεν μπαίνει στον κόπο καν να του απαντήσει! Τότε ενεργεί για να μεταβεί σε άλλη θέση. Δεν γνωρίζουμε βέβαια αυτή η ενέργεια που περιγράφει ο Κασομούλης, ποια ακριβώς είναι. 

Πάντως φαίνεται ότι αποδίδει καθώς στις 24 Φεβρουαρίου του 1836 λαμβάνει διαταγή να διακόψει τα καθήκοντα Φρούραρχου στον Πειραιά. Όμως, όπως έγραψε ο Ιωάννης Μελετόπουλος, σε εκείνο το διάστημα που ο Κασομούλης βρέθηκε στον Πειραιά, απόκτησε ένα οικόπεδο εντός του 26ου οικοδομικού τετραγώνου, σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως, το οποίο καταλάμβανε έκταση 164 τ.μ.

Η περίπτωση του Νικόλαου Κασομούλη είναι ενδεικτική για το ό,τι συνέβη στους περισσότερους των αγωνιστών εκείνη την περίοδο. Οι ηρωικές πράξεις αυτοθυσίας που έπραξαν οι άνδρες αυτοί κατά τη διάρκεια του αγώνα της παλιγγενεσίας, βραβεύθηκαν στη συνέχεια με την περιθωριοποίησή τους και με έναν βίο λιτό που κατ΄ ανάγκη υπέμειναν προσπαθώντας να εξασφαλίσουν έναν μισθό αξιοπρέπειας για να επιβιώσουν ή παρακαλώντας να τους χορηγήσουν ένα κομμάτι γης για να το καλλιεργήσουν. 

Ο Κασομούλης άλλωστε ανήκε σε μια από τις ενώσεις εκείνες, που οι «απόστρατοι» οπλαρχηγοί είχαν συγκροτήσει, με αποστολή να υπερασπιστούν τα δικαιώματα των συντρόφων του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Συγκεκριμένα ανήκε στο «Σώμα του Καραϊσκάκη». Υπήρχαν ακόμα άλλες δύο όμοιες ενώσεις που έφεραν τα ονόματα «Μεσολογγίου» και «Ακρόπολης».

 Άνθρωποι τέτοιοι όπως ο Κασομούλης, ήταν οι πρόγονοι εκείνων που εμείς στον Πειραιά θα αποκαλέσουμε αργότερα «Μάγκες» ή ρεμπέτες. Ο Κασομούλης πρώτος στις πολεμικές επιχειρήσεις, πρώτος στην υπεράσπιση των συντρόφων του, εκτός από τα σπουδαία γεγονότα που κατέγραψε, μας άφησε σπουδαίες εικόνες της καθημερινότητας. Όπως για παράδειγμα ότι ο ίδιος τον καιρό του Αγώνα εκτός από το καριοφίλι, το γιαταγάνι και το κομπολόι, έπαιζε και μπουζούκι! Γράφει ο ίδιος στις σημειώσεις του ότι το Πάσχα του 1822 πάνω στο κέφι συμφώνησαν «Ο Γούλας να παίξει το σταρκί, ο Τόλιος το ριμπάμπι και εγώ το μπουζούκι». Ενώ προηγούμενα έχει ο ίδιος γράψει ότι στις μάχες οι Έλληνες επαναστάτες πήγαιναν με τα όπλα αλλά και με τα μουσικά όργανα. «Εγώ λαλούσαν το μουζούκι λεγόμενον, ο Χρήστος τον Ταμπουράν με δύο τέλια, ο Σπύρος Μήλου το φλάουτα και οι άλλοι όργανα ευμετακόμιστα» δηλαδή που μεταφέρονταν εύκολα όπως ήταν ο μπαγλαμάς.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

"Πειραϊκές ιστορίες του Μεσοπολέμου"